Παρά τις μεγάλες
κατακτήσεις της ανθρωπότητας και τα βήματα προόδου που έχουν συντελεστεί ως προς την καταπάτηση των παιδικών δικαιωμάτων, με το
πέρας του χρόνου, υπάρχουν ακόμη προβλήματα οικουμενικού χαρακτήρα που
παραμένουν δυσεπίλυτα. Ο Σταμάτιος Γκούμας (M.Ed., ΠE 70) παρουσιάζει το φαινόμενο αυτό από τη σκοπιά της Παιδικής Λογοτεχνίας. Στην ερευνητική του μελέτη εξετάζονται, ως φαινόμενα, η φτώχεια και η παιδική
εργασία σε παιδικά λογοτεχνικά βιβλία με χρονική εκκίνηση την εποχή της εκβιομηχάνισης
(νεωτερικότητα) όπου συντελούνται οι πιο βαθιές μεταβολές στην παραγωγική και
οικονομική διάρθρωση του σύγχρονου κόσμου. Παρουσιάζονται ακόμη ιστορικά,
οικονομικά και στατιστικά στοιχεία σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και αφηγηματικές
τεχνικές για τον τρόπο προβολής των φαινομένων στον τομέα της λογοτεχνίας.
Τέλος, κατατίθενται διδακτικές προτάσεις βασισμένες στον πυρήνα της έρευνας
προς αξιοποίησή τους στην εκπαιδευτική πράξη.
Σταμάτιος
Γκούμας, M.Ed.
Εκπ/κός ΠΕ 70 Αριστοτελείου Κορινθιακού Εκπαιδευτηρίου
Email
Επικοινωνίας: stam1992@hotmail.com
1.Παιδικά
δικαιώματα
1.1. Τα δικαιώματα των παιδιών: Η δυσκολία εύρεσης
ορισμού
Τα δικαιώματα των παιδιών είναι μία έννοια
σχετικά περίπλοκη ως προς τον προσδιορισμό της. Οι προβληματισμοί προκύπτουν,
κυρίως, λόγω της αδυναμίας καθορισμού των χαρακτηριστικών της έννοιας «παιδί»
και εν γένει της «παιδικής ηλικίας». Πιο συγκεκριμένα, παράγοντες που
δυσχεραίνουν τον ακριβή προσδιορισμό είναι: τα διαφορετικά χρονικά όρια που
θέτει κάθε χώρα για την έννοια «παιδική ηλικία»,η αυθαίρετη ομοιογενοποίηση των
ηλικιακών ομάδων που συγκροτούνται από τα 0 έως τα 18 χρόνια και η διαφορετική
πρόσληψη της έννοιας «παιδί» αναλόγως πολιτιστικού περιβάλλοντος (Φασούλης,
2012˙ Franklin,
1995). Παρόλα αυτά, κοινός τόπος των ορισμών που έχουν κατά καιρούς προταθεί
για την έννοια «παιδί», είναι η αδυναμία του για οικονομική ανεξαρτησία, για
συμμετοχή στα κοινά και η γενικότερη εξάρτησή του από άλλα ισχυρότερα πρόσωπα (Franklin, 1995).
Ωστόσο, χαρακτηρίζοντας το παιδί ως
πρόσωπο εξαρτώμενο από άλλα, άμεσα τίθεται το ερώτημα πώς μέσα σε ένα
περιβάλλον προστασίας και φροντίδας, το παιδί μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα
ως φορέας δικαιωμάτων (Φασούλης, 2012). Εφόσον, η έννοια «δικαίωμα» σχετίζεται
με την ικανότητα κάποιου να αντιλαμβάνεται και να διεκδικεί αυτό που η πολιτεία
ή κάποιο άλλο πρόσωπο οφείλει να του παρέχει (Veerman, 1992), ένα παιδί
είναι σε θέση να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του; Ερωτήματα τέτοιου είδους
αποτέλεσαν πεδίο αντιπαραθέσεων σχετικά με την κατοχύρωση ή όχι συγκεκριμένων
δικαιωμάτων για τα παιδιά. Εν τέλει, όμως, οποιαδήποτε αντίθεση αίρεται με το
επιχείρημα ότι η αναγνώριση του παιδιού ως φορέα δικαιωμάτων δηλώνει το σεβασμό
που δείχνει η κοινωνία στα μέλη της και παρέχει επίσης, τη δυνατότητα στο παιδί
να υπερασπιστεί τον εαυτό του ως ανθρώπινο ον (Φασούλης, 2012).
1.2. Η πορεία προς τη
Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού
Ιστορικά, παρά το γεγονός πως τα
ανθρώπινα δικαιώματα αρχίζουν να λαμβάνουν μορφή ήδη από τον 17ο
αιώνα, η συζήτηση για τα δικαιώματα του παιδιού αρχίζει πολύ αργότερα. Πιο
συγκεκριμένα, τον 19ο αιώνα, στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες
Πολιτείες, θεσπίζονται νόμοι που αφορούν την παιδική εργασία, ενώ η Διεθνής
Ένωση Εργατών ζητά διεθνή κινητοποίηση για την κατάργηση της παιδικής εργασίας (Rea,
2008).
Συνεπώς, την περίοδο αυτή το ενδιαφέρον για τα παιδιά εστιάζεται, κυρίως, στην
προστασία τους παρά στη θέσπιση δικαιωμάτων με βάση τα οποία θα
αντιμετωπίζονται ως πολίτες ισότιμοι με τους ενήλικες.
Πρώτη η Ellen Key, Σουηδή συγγραφέας
που ασχολήθηκε με την Παιδαγωγική, την Ηθική
και την Κοινωνιολογία, κάνει λόγο για τον τρόπο που θα πρέπει να
αντιμετωπίζεται η παιδική ηλικία στο βιβλίο της The Century of the Child (1909).
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου επικεντρώνεται στο δικαίωμα του παιδιού να
επιλέγει τους γονείς του, με την έννοια ότι κάθε παιδί έχει δικαίωμα σε ένα
ποιοτικό οικογενειακό περιβάλλον και σε μία ποιοτική εκπαίδευση (Veerman, 1992).
Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η
Eglantyne Jebb,
εκπαιδευτικός με έντονο φιλανθρωπικό έργο, αναλαμβάνει δράση για αρωγή των
παιδιών που υπέστησαν σωματικές, συναισθηματικές και ψυχολογικές απώλειες κατά
τη διάρκεια του πολέμου. Η ίδια συντάσσει ένα κείμενο με τα βασικά δικαιώματα
που πρέπει να κατοχυρωθούν για τα παιδιά και το οποίο κινείται γύρω από πέντε
βασικές αρχές: το δικαίωμα των παιδιών στη ζωή, στη διατροφή, στη φροντίδα,
στην προστασία και το δικαίωμα να κερδίζουν τα προς το ζην χωρίς να γίνονται
αντικείμενο εκμετάλλευσης (Woodhead, 2009). Το 1924, το κείμενο της Eglantyne Jebb υιοθετείται από την
Κοινωνία των Εθνών ως η Διακήρυξη της Γενεύης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, σύμφωνα με την οποία
όλα τα κράτη-μέλη της Κοινωνίας των Εθνών οφείλουν να προασπίζουν και να
διαφυλάττουν τα παραπάνω βασικά δικαιώματα (Φασούλης, 2012˙ Veerman, 1992).
Μία δεύτερη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων
του Παιδιού υπογράφεται το 1959 από την Γενική Συνέλευση του Οργανισμού
Ηνωμένων Εθνών. Στη Διακήρυξη αυτή κατοχυρώνονται επιπλέον τα δικαιώματα του
παιδιού στο όνομα, στην εθνικότητα και στην ίση μεταχείριση (Φασούλης, 2012˙ Veerman, 1992). Ωστόσο,
παρόλο που επιτυγχάνεται η κατοχύρωση δικαιωμάτων που αφορούν τον
αυτοπροσδιορισμό των παιδιών, η παγκόσμια κοινότητα συνεχίζει να αντιμετωπίζει
το παιδί περισσότερο ως άτομο που χρειάζεται προστασία από το Διεθνές Δίκαιο,
παρά ως πολίτη με άποψη και βούληση (Woodhead, 2009).
Το ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των
παιδιών αναζωπυρώνεται το 1979, χρονολογία που αναγορεύεται από την Γενική
Συνέλευση του ΟΗΕ ως Διεθνές Έτος του παιδιού. Αυτή την περίοδο η πολωνική
κυβέρνηση προτείνει την αναδιατύπωση μίας Διεθνούς Σύμβασης των Δικαιωμάτων του
Παιδιού με την οποία θα συμφωνούν όλα τα κράτη-μέλη (Φασούλης, 2012˙ Woodhead, 2009, Franklin, 1995, Veerman). Παράλληλα, Μη
Κυβερνητικές Οργανώσεις αναδεικνύουν την αναγκαιότητα κατοχύρωσης των
δικαιωμάτων των παιδιών και δρουν υπέρ της ενημέρωσης των παιδιών για τα
δικαιώματά τους (Franklin,
1995).
Αποτέλεσμα των παραπάνω δράσεων είναι η
σύσταση ομάδας εργασίας, η οποία, υπό την επίβλεψη της Επιτροπής Ανθρώπινων
Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, συντάσσει το τελικό κείμενο της Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του Παιδιού. Στις 20 Νοεμβρίου του 1989 το κείμενο εγκρίνεται ομόφωνα στη
Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Έως σήμερα, όλες οι χώρες-μέλη του ΟΗΕ έχουν
επικυρώσει τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, εκτός των Η.Π.Α, της
Σομαλίας και του Σουδάν (Φασούλης, 2012).
Στη Σύμβαση καταγράφονται 54 άρθρα που
αφορούν τα δικαιώματα των παιδιών. Τα δικαιώματα αυτά κατηγοριοποιούνται,
σύμφωνα με τους Donelly
και Howard
(1988), σε τέσσερις ευρύτερες κατηγορίες: σε δικαιώματα επιβίωσης, σε δικαιώματα
μέλους σε μία ευρύτερη ομάδα, σε δικαιώματα προστασίας και σε δικαιώματα ενδυνάμωσης.
Τα δικαιώματα επιβίωσης σχετίζονται τόσο με το δικαίωμα στη ζωή όσο και τα
δικαιώματα που την διατηρούν. Τα δικαιώματα μέλους σε μια ευρύτερη ομάδα
αφορούν την ένταξη του παιδιού σε κοινωνικές ομάδες που του αποδίδουν την
προσωπική του ταυτότητα, π.χ. όνομα, ιθαγένεια, χωρίς να υφίσταται διακρίσεις.
Τα δικαιώματα προστασίας επιχειρούν να προστατέψουν το παιδί από αυθαίρετες
ενέργειες της πολιτείας και άλλων ατόμων. Τέλος, τα δικαιώματα ενδυνάμωσης
παρέχουν στο παιδί τη δυνατότητα να καθορίζει ενεργά τη ζωή του με αυτονομία
και ελευθερία. Στην παρούσα μελέτη θα διερευνηθούν τα φαινόμενα της φτώχειας
και της παιδικής εργασίας, τα οποία σχετίζονται με την καταπάτηση των δικαιωμάτων
επιβίωσης και προστασίας.
2. Νεωτερικότητα
2.1. Ορισμός,
ιστορική αναδρομή και χαρακτηριστικά
H
έννοια της νεωτερικότητας χαρακτηρίζει την ιστορική περίοδο, η έναρξη της
οποίας προσδιορίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα, όπου παρατηρούνται το
κίνημα του Διαφωτισμού, η εκκίνηση της Βιομηχανικής επανάστασης (Giddens, 2001)
καθώς και η ανάδυση του έθνους κράτους. Με το κίνημα του Διαφωτισμού
καταβλήθηκε μια προσπάθεια συστηματικής μελέτης του κόσμου μέσω των θετικών και
των κοινωνικών επιστημών. Επιπλέον, αναπροσδιορίστηκε επί τα βελτίω η αξία της
ατομικότητας του ανθρώπου, ήκμασαν οι τέχνες και ενεργοποιήθηκε η ανθρώπινη
σκέψη ως αντίδραση στη στασιμότητα, τη δεισιδαιμονία και τη θεολογική
προσέγγιση της πραγματικότητας που χαρακτήριζαν τη χιλιετή περίοδο του
Μεσαίωνα.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν τη
νεωτερικότητα ως ξεχωριστή περίοδο στο πλαίσιο του χωροχρόνου είναι οι βαθιές
τομές που παρατηρήθηκαν σε ιδεολογικό,κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και
επίπεδο. Ειδικότερα, παρατηρούνται
μεταβάσεις από το ρεύμα του ρομαντισμού, το αγροτικό οικονομικό μοντέλο
παραγωγής και το φεουδαρχικό σύστημα στο κίνημα του ρεαλισμού, του βιομηχανικού
τρόπου παραγωγής και του αστικού φιλελευθερισμού αντίστοιχα.
2.2. Ο ρόλος της Βιομηχανικής επανάστασης
Σημαντική συνεισφορά στην πραγμάτωση των
νεωτερικών προταγμάτων και επιδιώξεων παρείχε η Βιομηχανική επανάσταση, η οποία
ξεκίνησε σε μια αρκετά μικρή οικονομική σφαίρα και διαδόθηκε στον υπόλοιπο
κόσμο σταδιακά και άνισα (Osterhammel & Petersson, 2013). Βασικά χαρακτηριστικά
του νέου βιομηχανικού τρόπου παραγωγής είναι η υποκατάσταση της ανθρώπινης
προσπάθειας από μηχανές προς επίτευξη μεγαλύτερης ταχύτητας, ακρίβειας και
κανονικότητας, η εφεύρεση και η χρήση μηχανών για τη μετατροπή της θερμότητας
σε έργο και η αξιοποίηση νέων υλικών, όπως ορυκτά και τεχνητές πρώτες ύλες (Landes, 2005). Άλλωστε η ειδική
επεξεργασία του σιδήρου και η παραγωγή χάλυβα αποτέλεσαν τον ισχυρό πυλώνα της
Βιομηχανικής Επανάστασης (Κολιόπουλος, 2000).
Κατά τη διάρκεια των δυο φάσεών της (1780-1800 & 1850-1870) το τοπίο μεταβλήθηκε άρδην και ο συνολικός μετασχηματισμός
της περιόδου 1750-1914 είχε ως
αποτέλεσμα τη ραγδαία αστικοποίηση και την ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών
(Γαγανάκης, 1999). Ο αγροτικός χαρακτήρας των κοινωνιών, λόγω της αλλαγής του
παραγωγικού μοντέλου μεταβλήθηκε σε βιομηχανικό. Ενδεικτική απόδειξη του
παραπάνω γεγονότος αποτελεί η ποσοστιαία κατανομή των εργαζόμενων πολιτών. Πιο
συγκεκριμένα, το 1800 το εργατικό δυναμικό ήταν κατανεμημένο κατά 62% στον
πρωτογενή τομέα, 21% στο δευτερογενή, 17% στον τριτογενή, ενώ το 1914 τα
ποσοστά διαμορφώθηκαν σε 34%, 38% και 28%, αντίστοιχα (Καναβάκης, 2002).
Σύμφωνα με το Landes (2005), η Βιομηχανική επανάσταση
οδήγησε σε μια ταχεία άνοδο της παραγωγικότητας και του κατά κεφαλήν
εισοδήματος, ενώ ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο είχε ως επακόλουθο την αύξηση του
πληθυσμού. Ως προς την παραγωγικότητα μεταξύ του 1800 και του 1913, ο όγκος του
παγκόσμιου εμπορίου αυξήθηκε κατά 25 φορές (Osterhammel & Petersson, 2013). Αναφορικά με την αύξηση
του κατά κεφαλήν εισοδήματος παραστατικό είναι το παράδειγμα της Αγγλίας. Από
το τέλος του 17ου αιώνα, όπου το ετήσιο εισόδημα ήταν 8 λίρες, στο
τέλος του 18ου αιώνα το μέσο ετήσιο εισόδημα κατ’ άτομο σχεδόν
τριπλασιάστηκε καθώς διαμορφώθηκε στις 22 λίρες (Κρεμμύδας, 2006). Ως προς το
σκέλος της αύξησης του πληθυσμού, τα αποτελέσματα πιστοποιούν στο έπακρο την
αρχική διαπίστωση. Συνολικά, στην Ασία, την Αμερική και την Ευρώπη, από το 1700
έως το 1750 ο πληθυσμός αυξήθηκε από 460 σε 612 εκατομμύρια κατοίκους (αύξηση
11%) και κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα από 612 σε 786
εκατομμύρια (αύξηση 28%, στην Ευρώπη 33%) (Κρεμμύδας, 2006). Συνολικά, η
εκβιομηχάνιση παρείχε νέες χωρικές δυνατότητες προς την κατεύθυνση της
επιτάχυνσης της κοινωνίας και συνέβαλε στην πρόοδο των ανθρώπινων δικαιωμάτων (Ishay, 2008).
3. Παιδική Λογοτεχνία
3.1. Εννοιολογικός προσδιορισμός
Η Παιδική Λογοτεχνία αποτελεί ένα χώρο
πολυδιάστατο, όπου οι διαφορετικές ερμηνείες
συγκρούονται, χωρίς να συμφωνούν σε ένα καθολικά αποδεκτό ορισμό.
Αφενός, ορισμένοι θεωρητικoί της
λογοτεχνίας αρνούνται την ύπαρξη παιδικής
λογοτεχνίας ή υποστηρίζουν ότι είναι κατώτερη της Λογοτεχνίας, η οποία
απευθύνεται, κυρίως, σε ενηλίκους. Αφετέρου, καθώς τα τελευταία χρόνια έχει
αυξηθεί ο αριθμός των ερευνών για την Παιδική Λογοτεχνία, παρατηρείται μία
αναθεώρηση των στάσεων και μια γενικευμένη αποδοχή της αξίας των βιβλίων που
απευθύνονται στα παιδιά (Κανατσούλη, 2000˙ Καρπόζηλου, 1994). Η αντίληψη που
επικρατεί σήμερα υποστηρίζει ότι η Παιδική Λογοτεχνία είναι το σύνολο των
βιβλίων που απευθύνονται στα παιδιά και έχουν διαμορφωθεί με βάση τις ανάγκες
τους. Αυτό σημαίνει ότι το παιδικό βιβλίο πρέπει πρωτίστως, να ανταποκρίνεται
στις πνευματικές, γλωσσικές αλλά και συναισθηματικές δυνατότητες των παιδιών
(Δελώνης, 2000). Τα παιδιά, παρακολουθώντας μια καλή ιστορία, ταυτίζονται με τους
ήρωες, αγωνιούν για την τύχη τους και στο τέλος υιοθετούν στοιχεία της
συμπεριφοράς τους και της δράσης τους (Δελώνης, 2000˙ Καρπόζηλου, 1994).
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, γίνεται
κατανοητό ότι η Παιδική Λογοτεχνία φέρει κοινωνικά και πολιτιστικά μηνύματα και
είναι, δηλαδή, ιδεολογικά φορτισμένη (Δελώνης, 2000˙ Κανατσούλη, 2000). Το
παιδί μέσα από ένα παιδικό βιβλίο γνωρίζει τις σπουδαίες κοινωνικές και
πολιτιστικές αξίες, ενώ παράλληλα, έρχεται σε επαφή με κοινωνικά προβλήματα,
αποκτά αντικειμενική άποψη για αυτά και ωριμάζει στη προσπάθεια του να τα
αντιμετωπίσει (Δελώνης, 2000). Η
συγκρότηση ενός κειμένου που εμπεριέχει κοινωνικά μηνύματα πραγματοποιείται
εξαρχής από το είδος του παιδικού βιβλίου, από τον τίτλο που θα επιλέξει ο
συγγραφέας, από τις γλωσσικές επιλογές του αλλά και την εικονογράφηση που θα
ακολουθήσει. Κυρίως, όμως, οι ιδεολογικές κατευθύνσεις που υιοθετεί ένα παιδικό
ανάγνωσμα διαφαίνονται μέσω των αφηγηματικών επιλογών π.χ. μέσω της επιλογής
συγκεκριμένου τύπου αφήγησης, της επιλογής μίας οπτικής γωνίας του συγγραφέα ή
της εναλλαγής πολλών, της χρήσης διαφορετικών τεχνικών αφήγησης, ακόμα και μέσω
της επιλογής ενός «καλού» τέλους (Κανατσούλη, 2000).
3.2. Η συμβολή της νεωτερικότητας στην παιδική
λογοτεχνία
Παρόλο που προφορικές αφηγήσεις παιδικών
ιστοριών διαπιστώνονται από την αρχαιότητα, η παιδική λογοτεχνία, με τη δομή
που έχει σήμερα, εμφανίζεται την εποχή της νεωτερικότητας και συγκεκριμένα στις
αρχές του 19ου αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι μέχρι τότε δεν υπήρχαν
δείγματα παιδικής λογοτεχνίας. Αντιθέτως, το μεγάλο και διαχρονικό έργο γνωστών
συγγραφέων, όπως του Andersen και
των αδελφών Grimm, είχε
ήδη αναγνωριστεί παγκοσμίως. Ωστόσο, την περίοδο της νεωτερικότητας οι
κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές που επήλθαν με την εκβιομηχάνιση και την
αυτοματοποίηση επέφεραν αλλαγές και στον τρόπο που η παιδική λογοτεχνία
αντιμετώπιζε το παιδί (Norton,
2007).
Η περίοδος της εκβιομηχάνισης
χαρακτηρίζεται ως περίοδος βικτοριανών
επιρροών για την παιδική λογοτεχνία. Σύμφωνα με την Norton (2007), οι συγγραφείς των παιδικών
βιβλίων ευαισθητοποιούνται απέναντι στην πραγματικότητα που βιώνουν τα παιδιά
των πόλεων, τα οποία αναγκάζονται να εργάζονται και να ζουν κάτω από άθλιες
συνθήκες διαβίωσης. Πολλά παιδιά εργάζονται σε ορυχεία και εργοστάσια θέτοντας
τη ζωή τους σε κίνδυνο και χωρίς δυνατότητα εκπαίδευσης. Μερικοί από τους
συγγραφείς της βικτοριανής εποχής είναι ο Charles Dickens, ο Horatio AlgerJr και η Elizabeth Barett Browning, οι οποίοι προσπαθούν να
αφυπνίσουν τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις απέναντι στην καθημερινότητα των
παιδιών των κατώτερων τάξεων.
Εκτός, όμως, της ευαισθητοποίησης απέναντι
σε κοινωνικά θέματα, η περίοδος αυτή θεωρείται επίσης σημαντική, διότι η
παιδική λογοτεχνία στρέφεται προς άλλες κατευθύνσεις και αξιοποιεί πηγές, όπως
τη φαντασία και τη περιπέτεια. Μέχρι τότε, τα κατάλοιπα του Μεσαίωνα περιόριζαν
την παιδική λογοτεχνία στα πλαίσια της ηθικοπλαστικής και θρησκευτικής
καλλιέργειας του παιδιού, απορρίπτοντας οτιδήποτε φανταστικό ή καθετί άλλο που
δεν ακολουθούσε τις επιταγές της θρησκείας. Ωστόσο, τον 19ο αιώνα,
με την βιομηχανική επανάσταση, τις επιστημονικές εφευρέσεις και την δυνατότητα
για υπερπόντια ταξίδια, η παιδική λογοτεχνία χρησιμοποιεί το φανταστικό στοιχείο
και το στοιχείο της περιπέτειας. Συγγραφείς που κινούνται υποστηρίζουν με το
έργο τους τις νέες κατευθύνσεις είναι ο Lewis Caroll και ο Jules Verne (Norton, 2007).
Τέλος, ένα ακόμα χαρακτηριστικό της
παιδικής λογοτεχνίας την περίοδο αυτή είναι η αποτύπωση αληθινών χαρακτήρων και
ρεαλιστικών καταστάσεων. Παιδιά αστικών και αγροτικών περιοχών, όπου ο
χαρακτήρας τους επηρεάζεται από τις γεωγραφικές και πολιτισμικές επιρροές,
αποτυπώνονται καθώς βιώνουν καθημερινές περιπέτειες. Το «αληθινό» παιδί παρουσιάζεται
έτσι όπως ακριβώς είναι χωρίς τάσεις εξευγενισμού και απόδοσης ενός ηθικού
προτύπου. Τα έργα του MarkTwain είναι
αυτά που ξεχωρίζουν για τη ρεαλιστικότητα και την αληθοφάνειά τους, ενώ
παρουσιάζεται η καθημερινή ζωή παιδιών που ζουν γύρω από το Μισισίπι (Norton, 2007). Είναι, συνεπώς, κατανοητή η
επιρροή που άσκησε η περίοδος αυτή στην εξέλιξη και στη διαμόρφωση της παιδικής
λογοτεχνίας, αφού εισήγαγε πολλά από τα στοιχεία στα οποία στηρίζονται σήμερα
τα παιδικά βιβλία.
4.1. Εννοιολογικός
προσδιορισμός του φαινομένου
Επιχειρώντας τον προσδιορισμό της
έννοιας «φτώχεια», θα υποστηριζόταν ότι η ερμηνεία της διαφέρει ανά τους
πολιτισμούς. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις του φαινομένου της φτώχειας αποτέλεσαν
το λόγο που, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το φαινόμενο της φτώχειας ήταν
αδύνατο να μετρηθεί σε παγκόσμια κλίμακα (Gordon,
Nandy, Pantazis, Pemberton, & Peter, 2003). Το 1995
όμως, στην Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για την Κοινωνική Ανάπτυξη που οργάνωσε ο
Ο.Η.Ε. στην Κοπεγχάγη, 117 χώρες συμφώνησαν σε συγκεκριμένους ορισμούς για την
«απόλυτη» φτώχεια και για τη «σχετική» φτώχεια (Φασούλης, 2012˙ Gordonetal., 2003).
Κατά συνέπεια, ως «απόλυτη» φτώχεια,
ορίζεται μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από σοβαρή στέρηση των βασικών
ανθρώπινων αναγκών, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων, του πόσιμου νερού, των
εγκαταστάσεων υγιεινής, της υγείας, της στέγασης, της εκπαίδευσης και της
πληροφόρησης. Συνδέεται με την έλλειψη εισοδήματος και την αδυναμία πρόσβασης
σε κοινωνικές υπηρεσίες (Gordon et al., 2003).
Η «σχετική» φτώχεια αφορά τις αναπτυγμένες χώρες
(Φασούλης, 2012) και μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές όπως είναι: η έλλειψη
εισοδήματος και άλλων παραγωγικών μέσων, η πείνα και ο υποσιτισμός, η
περιορισμένη πρόσβαση σε εκπαίδευση και άλλες βασικές υπηρεσίες, η αυξημένη
θνησιμότητα, η ανεπαρκής στέγαση και τα αυξημένα ποσοστά αστέγων, το μη ασφαλές
περιβάλλον και η προκατάληψη (Gordonetal., 2003).
Παρόλα αυτά, διερευνώντας το φαινόμενο
της φτώχειας σε σχέση με τα δικαιώματα των παιδιών, παρατηρείται ότι η Σύμβαση
των Δικαιωμάτων του Παιδιού δεν περιέχει συγκεκριμένη αναφορά στη φτώχεια ούτε
και στην προστασία των παιδιών από αυτή (Vandehole, 2014˙ Gordonetal., 2003). Συγκεκριμένα
άρθρα της Σύμβασης που μπορεί να αξιοποιηθούν σε μία προσέγγιση της φτώχειας ως
καταπάτηση παιδικών δικαιωμάτων είναι τα άρθρα 2, 6, 26, 27. Το άρθρο 2 αφορά
τις διακρίσεις και τον αποκλεισμό και η παραβίαση του θεωρείται η απαρχή του
φαινομένου της φτώχειας. Αντίστοιχα, το άρθρο 6 σχετίζεται με το εγγενές
δικαίωμα στη ζωή και την υγιή ανάπτυξη, το άρθρο 26 αφορά την πρόσβαση σε
κοινωνικές υπηρεσίες, ενώ το 27, προβλέπει το δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο
που είναι επαρκές για την ψυχική, πνευματική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξη του
παιδιού. Η καταπάτηση των παραπάνω δικαιωμάτων επιφέρει καταστάσεις που
χαρακτηρίζονται ως «φτώχεια» (Vandehole, 2014).
4.2. Στατιστικά
στοιχεία, οικονομικά δεδομένα και αποτελέσματα
Σύμφωνα
με έρευνα του Roser
(2016), από το 1820 έως και σήμερα, ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκεται κάτω
από το όριο της απόλυτης φτώχειας δεν έπεσε ποτέ κάτω από το 1 δισεκατομμύριο. Επιπλέον,
με βάση τα υφιστάμενα εμπειρικά δεδομένα, κατά την καμπή του αιώνα το εισόδημα
του πλουσιότερου 5% του πληθυσμού της γης εμφανίζεται 114 φορές υψηλότερο από
αυτό του φτωχότερου 5%, ενώ το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού διαθέτει εισόδημα
ίσο με αυτό του φτωχότερου 57% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτή η νέα διεθνής
οικονομική τάξη τροφοδοτείται από την ανθρώπινη εξαθλίωση και τη φθηνή εργασία.
Το γεγονός αυτό άλλωστε τεκμαίρεται από τους πραγματικούς μισθούς στις χώρες
του Τρίτου Κόσμου και την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι είναι 70 φορές
χαμηλότεροι απ’ ότι στις ΗΠΑ, την Ευρώπη ή την Ιαπωνία (Πετμεζίδου &
Παπαθεοδώρου, 2004).
Προς
επίρρωση των παραπάνω δεδομένων, παρατίθεται το αξιόπιστο παράδειγμα της χώρας
των Η.Π.Α που αποτελεί μια πολυπολιτισμική κοινωνία και παρέχει ικανό δείγμα
καθώς απαριθμεί πληθυσμό άνω των 300 εκατομμυρίων ανθρώπων. Στις Η.Π.Α, τα
τελευταία 20 χρόνια, το καθαρό εισόδημα του φτωχότερου 1/5 του πληθυσμού
μειώθηκε κατά 25%, ενώ το εισόδημα του 1% των πλουσίων αυξήθηκε κατά 50%
περίπου (Ferro,
1999). Επίσης, παιδιά το οικογενειακό εισόδημα των οποίων είναι μικρότερο των 10.000$
ή βρίσκεται μεταξύ 10.000$ και 14.999$, αντίστοιχα, είχαν 3 φορές υψηλότερο κίνδυνο
θνησιμότητας σε σχέση με τους ομολόγους τους, των οποίων τα οικογενειακά
εισοδήματα ξεπερνούσαν τις 15.000$. Αξίζει να επισημανθεί πως όσο χαμηλότερο
είναι το μορφωτικό επίπεδο τόσο μεγαλύτερη είναι η φτώχεια και υψηλότερα τα
ποσοστά παιδικής θνησιμότητας (Singli & Yal, 1995).
Η
Ελλάδα, τέλος, με βάση τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία από την Eurostat, το
2011 παρουσίασε ποσοστό σχετικής φτώχειας 23,1% και είναι το υψηλότερο μεταξύ
όλων των χωρών της ΕΕ-27 (Κατσίκας, 2014). Επιπρόσθετα,
το ποσοστό του πληθυσμού της Ελλάδας που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας ανήλθετο το 2014 στο 36% (http://www.protothema.gr/greece/article/491537/elstat-23-ekat-ellines-zoun-kato-apo-to-orio-tis-ftoheias/).
4.3.
Παρουσίαση του φαινομένου από την οπτική της παιδικής λογοτεχνίας
Η
φτώχεια αποτελεί ένα διαχρονικό φαινόμενο και κατέχει σπουδαία θέση στη
θεματογραφία της κλασικής και σύγχρονης παιδικής λογοτεχνίας. Στο έργο του
Καρόλου Ντίκενς, Όλιβερ Τουίστ, γραμμένο
τον 19ο αιώνα απεικονίζεται παραστατικά η εκμετάλλευση των ορφανών παιδιών
στη βικτωριανή εποχή, την κηδεμονία των οποίων αναλάμβαναν κρατικά ιδρύματα και
ενορίες. Χρησιμοποιώντας την αφηγηματική τεχνική της περιγραφής με μηδενική εστίαση
γράφει:
Μα δεν ήταν μόνο η
πείνα και η σκληρή δουλειά. Δεν ήταν το κρύο και η γύμνια. Ήταν και το μαρτύριο
του ξύλου. Οι υπάλληλοι του ασύλου έβρισκαν διάφορες αφορμές, για να ξεσπάνε
πάνω σε αυτά τα απροστάτευτα παιδάκια. Τα τιμωρούσαν με διάφορους τρόπους. Πότε
τα άφηναν τελείως νηστικά, πότε τα έκλειναν πολλές μέρες σ’ ένα μικρό δωμάτιο,
χωρίς ρούχα να τουρτουρίζουν από το κρύο και πότε τα έδερναν. Έτσι, το άσυλο
αυτό, έμοιαζε με σωστή κόλαση.
Έπειτα,
αξιοποιώντας τον ίδιο τρόπο γραφής περιγράφει τη συναισθηματική κατάσταση του
παιδιού μέσα από τη δικαστική διαμάχη:
Από τα μάτια του παιδιού
κύλησαν δυο δάκρυα. Αν μπορούσαν να μιλήσουν αυτά τα δάκρυα και τι δε θα
έλεγαν. Θα έκαναν και τις πέτρες να ραγίσουν από τη συγκίνηση. Θα ‘λεγαν στο
σκληρό δικαστή πως είναι αθώος και πως, από τότε που γνώρισε τον κόσμο, οι
άνθρωποι τον κατάτρεχαν, τον χτυπούσαν, ήθελαν πάντα το κακό του.
Επίσης,
εκφράζεται και η βαθιά ανάγκη του μικρού ήρωα που αποτελεί για παιδευτικό
μήνυμα για το αναφαίρετο δικαίωμα στην αγάπη: Ήταν ένα αγγελούδι δυστυχισμένο που δεν είχε γνωρίσει ποτέ το χάδι της
μητέρας, τη στοργή του πατέρα, την προστασία, το γέλιο.
Την
ίδια περίοδο στην Αμερική, ο προβληματισμός για τις κοινωνικές ανισότητες και
τη φτώχεια των νέγρων εκφράστηκε υποδειγματικά στο έργο Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά, μέσω της οπτικής του παιδιού του Σεν
Κλερ, ενός μεγάλου γαιοκτήμονα. Αξιοποιείται
η αφηγηματική τεχνική της περιγραφής, η εστίαση του συγγραφέα είναι μηδενική
και αναφέρει πως …εκείνο που προβλημάτιζε
ουσιαστικά τον Σεν Κλερ, ήταν η πρώιμη πνευματική ανάπτυξη της κόρης του που
την οδηγούσε σε σκέψεις βαθυστόχαστες, αταίριαστες με την ηλικία της.
Ασχολιόταν με φιλανθρωπικά έργα, για να ανακουφίζει τους φτωχούς και τους
δυστυχισμένους.
Λίγο
πιο νότια στη Βραζιλία, ο μικρός Ζεζέ ανακαλύπτει το οδυνηρό πρόσωπο της
κοινωνίας στην οποία μεγαλώνει καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με τη φτώχεια. Στο
έργο Όμορφη πορτοκαλιά μου, ο μικρός
ήρωας περιγράφει μέσω ενός διαλόγου τα συναισθήματα και τις σκέψεις του εξαιτίας
της πενιχρής οικονομικά κατάστασης του: Η
απελπισία μου ξεχείλισε. Στο ορκίζομαι πως θα στο αγοράσω. Θα σκοτώσω αν
χρειαστεί θα κλέψω.Δεν είχα φάει
τίποτα το πρωί, μα δεν πεινούσα καθόλου. Η λύπη μου ήταν τόση, που ξεπερνούσε
την πείνα μου.
Στην
κατακερματισμένη Ευρώπη, έπειτα από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο χιλιάδες παιδιά
βρίσκονται αντιμέτωπα με το φάσμα της φτώχειας, της προσφυγιάς και του
στιγματισμού.Στο βιβλίο του Στίβεν Σνουρ,
Τα παιδιά της σκιάς ο νεαρός ήρωας διηγείται τα βιώματά του και μοιράζεται
τη συναισθηματική του κατάσταση:
Τα χρόνια μετά τον
πόλεμο, συχνά έβλεπα παιδιά να περιπλανιούνται από πόλη σε πόλη, αν και ποτέ
δεν τα είχα δει κοντά στο Μον Μπρυλάν. Η μαμά τα αποκαλούσε προσφυγόπουλα,
παιδιά χωρίς σπίτι. Τα μαύρα, ικετευτικά τους μάτια έμοιαζαν πάντα πεινασμένα.
Καταβρόχθιζαν το ψωμί και το τυρί που τους δίναμε, χωρίς να περιμένουν να το δοκιμάσουν
πρώτα, και μετά ζητούσαν ικετευτικά κι άλλο και μας τραβούσαν από τα μανίκια,
μέχρι που εμείς ελευθερωνόμαστε και συνεχίζαμε το δρόμο μας, αφήνοντάς τα στην
άκρη του δρόμου, με άδεια απλωμένα χέρια. Μερικά είχαν μπλε νούμερα γραμμένα με
τατουάζ πάνω στα χέρια τους. Πάντα αισθανόμουν ντροπή έπειτα από αυτές τις
συναντήσεις: είχα τόσα πολλά – μια ντουλάπα γεμάτη ρούχα, τρία γεύματα την
ημέρα, ένα ζεστό κρεβάτι, τους γονείς μου-, ενώ εκείνα δεν είχαν τίποτα, ούτε
καν την ελπίδα.
Στην
Ελλάδα, αντίστοιχα, επικρατεί παρεμφερές κλίμα. Στο έργο Ποτέ ξανά
η συγγραφέας αφηγείται με αμεσότητα και ιδιαίτερη συγκίνηση όλα όσα πέρασε ως
παιδί και ως έφηβη, στην πιο τρυφερή ηλικία. Το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας
τοποθετείται στον απόηχο της κατοχής και στην έναρξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα.
Είναι ολοφάνερη η έλλειψη τροφής καθώς, όπως περιγράφει με πρωτοπρόσωπη αφήγηση
η ομοδιηγήτρια συγγραφέας: …για το φαγητό
του μωρού όλοι φροντίζαμε. Όταν ξεραινόταν πολύ το ψωμί, κάποιος από μας το
μάσαγε και έτοιμο μασημένο το χώναμε στο στόμα του για να χορτάσει.
Επιπλέον, η ένδυση ήταν πενιχρή ελέω της έλλειψης χρημάτων καθώς η ίδια ως
παιδί περιγράφει πώς αναγκαζόταν να ντύνεται: Φορούσα ένα φουστάνι ζορζέτα απ’ αυτά που μας μοίραζε η Ούνρα και μια
μπλε ζακέτα και κάλτσες μακριές. Πολύ φτηνό ντύσιμο για το τσουχτερό κρύο του
χειμώνα. Τέλος, περιγράφονται οι δυσχερείς καιρικές συνθήκες που επιτείνουν
το δυσμενές οικονομικό κλίμα: Τι δύσκολος
θα ήταν ο χειμώνας! Λίγη η σοδειά μας, πολλές οι στερήσεις, μια που δεν είχαμε
όλα τα γεννήματα στα χέρια μας. Τη φωτιά δε τη στερηθήκαμε, καίγαμε τις
σουσαμιές και τις βαμβακιές που τις κουβαλάγαμε δέματα.
5. Το φαινόμενο της παιδικής εργασίας
5.1. Εννοιολογικός προσδιορισμός του φαινομένου
Η
παιδική εργασία ορίζεται ως εργασία που διεκπεραιώνεται από παιδιά ηλικίας κάτω
των 18 ετών και θεωρείται επιζήμια για τη σωματική, τη συναισθηματική, τη
διανοητική, την κοινωνική και πνευματική τους ανάπτυξη (Rea, 2008). Πιο συγκεκριμένα, στη Σύμβαση
των Δικαιωμάτων του Παιδιού η παιδική εργασία ορίζεται ως «εργασία που εκτελείται από ένα παιδί που είναι πιθανό να παρεμβαίνει
με την εκπαίδευσή του, ή να είναι επιβλαβής για την υγεία του ή τη σωματική,
πνευματική, ψυχική, ηθική ή κοινωνική ανάπτυξη»(Veerman, 1992, σελ. 565). Συνεπώς, η παιδική εργασία
αφορά κάθε είδους απασχόληση στην οποία εμπλέκεται ένα παιδί, ανεξάρτητα από το αν
είναι έμμισθη ή άμισθη, περιστασιακή ή επί μονίμου βάσεως.
Επιχειρώντας τον προσδιορισμό των άρθρων
της Σύμβασης που αφορούν την προστασία του παιδιού από την παιδική εργασία,
εντοπίζεται το άρθρο 32. Το συγκεκριμένο άρθρο δεσμεύει όλα τα κράτη-μέλη του
ΟΗΕ να προστατεύουν τα παιδιά από οποιαδήποτε μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης
μέσω της εφαρμογής νόμων που θα αφορούν το όριο ηλικίας για πρόσβαση στην αγορά
εργασίας, συγκεκριμένες ώρες και συνθήκες απασχόλησης και κυρώσεις για τους
παραβάτες του άρθρου (Veerman, 1992). Άλλα άρθρα της Σύμβασης που
σχετίζονται με την παιδική εργασία είναι το άρθρο 19, που αφορά την προστασία
των παιδιών από οποιοδήποτε είδος βίας και εκμετάλλευσης, το άρθρο 27, που
προβλέπει ένα καλό βιοτικό επίπεδο για ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού, και τα
άρθρα 28, 29 και 31, που σχετίζονται με το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση
και στον ελεύθερο χρόνο (Rea, 2008).
5.2. Στατιστικά
στοιχεία, δεδομένα και αποτελέσματα
Οι κύριοι λόγοι που ανατροφοδοτούν και
συντηρούν το φαινόμενο της παιδικής εργασίας είναι η οικονομική δυσχέρεια της
οικογένειας και η επαγγελματική αποκατάσταση κυρίως λόγω έλλειψης της κατώτερης
τεχνικής εκπαίδευσης. Οι αποφάσεις αυτές στις περισσότερες περιπτώσεις, κυρίως
κατά το παρελθόν, αφορούσαν τα αγόρια, που αντιπροσώπευαν τους κυριότερους
φορείς των οικογενειακών προσδοκιών για κοινωνική ανέλιξη (Ρηγίνος, 1995).
Παράλληλα, η ηλικία και τα ωράρια
εργασίας την εποχή της εκβιομηχάνισης δεν καθορίζονταν από κάποιο εργασιακό
δίκαιο. Τα παιδιά εργάζονταν ακόμη και από την ηλικία των 4 ετών. Το
συνηθισμένο ωράριο εργασίας ήταν από την αυγή μέχρι τη δύση του ηλίου. Ακόμη
χειρότερες ήταν οι συνθήκες στις φτωχογειτονιές όπου ζούσε η πλειοψηφία των
εργατών. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Αγγλίας όπου το προσδόκιμο ζωής
στην πόλη του Μάντσεστερ ήταν τα 17 χρόνια, ενώ η βρεφική θνησιμότητα
ξεπερνούσε το 50% (Heilbroner&Mildberg, 2010).
Στην περίπτωση της Ελλάδας η νομοθεσία
άργησε ακόμη περισσότερο να λάβει παρεμβατικό χαρακτήρα για τη διευθέτηση του ζητήματος
της παιδικής εργασίας. Το κράτος έλαβε μέτρα για την παιδική εργασία της
υπαίθρου με νόμο του 1920, ο οποίος απαγόρευε στους μαθητές κάτω των 14 χρονών
να εγκαταλείπουν τις παραδόσεις στο σχολείο για να εργαστούν στα χωράφια
(Ρηγίνος, 1995).
Παγκοσμίως, δύο είναι τα κύρια είδη παιδικής
εργασίας. Η επικρατέστερη μορφή σήμερα είναι η δουλεία για την εξόφληση ενός
χρέους, η οποία συναντάται συχνά στο Πακιστάν και την Ινδία. Αφορά τις
περιπτώσεις στις οποίες τα άτομα αναγκάζονται να υποκύψουν σε μια συμφωνία,
βάσει της οποίας τα παιδιά τους εργάζονται αμισθί, έως ότου ο εργοδότης τους
αποφασίσει ότι έχουν αποπληρώσει το χρέος τους (Ishay, 2008). Άλλη μια μορφή σύγχρονης
δουλείας είναι εκείνη στην οποία ευάλωτα άτομα δέχονται για τα παιδιά τους ένα
συμβόλαιο εγγυημένης εξαναγκαστικής εργασίας και μεταφέρονται μακριά από το
σπίτι τους. Αυτός ο τύπος δουλείας ανθεί στη Νοτιοανατολική Ασία, στη Βραζιλία
και σε ορισμένα αραβικά κράτη (Ishay, 2008).
Τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες η
παιδική εργασία έχει μειωθεί σημαντικά αλλά δεν έχει εξαλειφθεί. Το γεγονός
αυτό τεκμηριώνεται από τις ειρηνικές συνθήκες που κατά κανόνα επικράτησαν,
ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο. Το ποσοστό του παιδικού εργατικού δυναμικού ήταν
23% το 2000 παγκοσμίως, ενώ το 2012 μειώθηκε στο 17% (Ospina & Roser, 2016). Αντίθετα, σε μεταπολεμικές περιόδους
η παιδική εργασία ήταν συχνό φαινόμενο. Μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου
στην Ιταλία, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τα αγόρια ηλικίας
μεταξύ δέκα και δεκατριών αποτελούσαν το 9% του εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με
τα στατιστικά στοιχεία, υπήρχαν 90.000 οικονομικά ενεργά κορίτσια και 120.000
αγόρια, ηλικίας μεταξύ δέκα και δεκατέσσερα (Rahikainen, 2004).
5.3. Παρουσίαση
του φαινομένου από την οπτική της παιδικής λογοτεχνίας
Όπως
και η φτώχεια, έτσι και η παιδική εργασία κατέχει εξέχουσα θέση στον τομέα της
λογοτεχνίας. Η παιδική εκμετάλλευση λαμβάνει τον 19ου αιώνα ρατσιστικό
χαρακτήρα καθώς, όπως περιγράφεται στο έργο Η
καλύβα του μπαρμπα-Θωμά μέσω ενός διαλόγου για ένα παιδί-νέγρο, η ύπαρξή
του ταυτιζόταν με εκείνη ενός ζώου στα μάτια του δουλέμπορου:
-Στα σκλαβοπάζαρα του Νότου τέτοια ομορφόπαιδα
είναι περιζήτητα.
-Δε σου ‘τυχε ποτέ να
πουλήσεις σκυλί ή άλογο; Το ίδιο είναι και οι νέγροι.
Ένα
βασικό χαρακτηριστικό της βιομηχανικής επανάστασης ήταν επίσης, η ανάδειξη του
εργοστασίου σε επίκεντρο της μετέπειτα οικονομικής και κοινωνικής ζωής (Heilbroner & Mildberg, 2010). Στο έργο Όμορφη πορτοκαλιά μου το εργοστάσιο
αποτελεί το πεδίο εκμετάλλευσης των γονιών του μικρού Ζεζέ, οι οποίοι εργάζονται
εκεί από παιδιά:
Δεν το χώνευα καθόλου
το εργοστάσιο. Είχε μια φριχτή σειρήνα που σφύριζε στις πέντε το πρωί. Έμοιαζε
σαν δράκος που κατάπινε το πρωί τους ανθρώπους και τους ξερνούσε το βράδυ. Κι
έπειτα δεν το χώνευα, γιατί είχανε διώξει τον μπαμπά. Η μαμά δούλευε από τότε
που γεννήθηκε. Σαν ήτανε έξι χρονών τη
βάλανε στο εργοστάσιο. Την καθίζανε πάνω σε ένα τραπέζι κι έπρεπε να καθαρίζει
και να σκουπίζει διάφορα εργαλεία. Γι’ αυτό λοιπόν δεν πήγε ποτέ σχολείο και
δεν έμαθε γράμματα.
Όση
απογοήτευση αισθάνεται για την εκμετάλλευση και τις στερήσεις των γονιών του
άλλη τόση πίκρα νιώθει για τη δική του κατάσταση αφού, ως λούστρος, παραδέχεται μέσω
της αφηγηματικής τεχνικής της περιγραφής πως …για να δουλεύει κανείς χριστουγεννιάτικα θα πει πως στ’ αλήθεια έχει
ανάγκη. Πήρα το κασελάκι μου στον ώμο και έφυγα. Σήμερα δεν είχα το κουράγιο
ούτε να θυμώσω.
Όπως
έχει γραφτεί, το ωράριο εργασίας συχνά ξεκινούσε από το χάραμα και τελείωνε με
την αυγή του ήλιου. Πολύ παραστατικό είναι το παράδειγμα στο έργο Ποτέ ξανά, όπου όπως περιγράφει η
συγγραφέας:
Έπρεπε να πάμε να
βγάλουμε το σουσάμι, μ’ αυτό κάναμε το λάδι μας. Μας σήκωσε η γιαγιά προτού
βγει ο ήλιος. Δεν γκρινιάζαμε καθόλου, γιατί μας διασκέδαζε η σκέψη αυτής της
δουλειάς. Όπως μας τα εξηγούσε αποβραδίς, θα τελειώναμε, αν δουλεύαμε καλά,
μέχρι το απόγευμα. Ήμασταν
μια καλή εργατική δύναμη, παιδιά τριών χρονών και πάνω, με αρχηγό την
ογδοντάχρονη γιαγιά μας.
Ακόμη
στην μετακατοχική Ελλάδα η οικονομία ήταν ανταλλακτική λόγω της έλλειψης ρευστού,
ενώ οι αποστάσεις που καλύπτονταν ήταν τεράστιες.
Μια που είχε
εμπόρευμα, αρχίσαμε εμπόριο και ’μεις μαζί της. Πάντα σαν ξεκινούσε φορτωμένο
το γαϊδουράκι, που το δανειζόμασταν από γείτονες, έπαιρνε μαζί της για
συντροφιά πότε εμένα πότε τη Λίζα. Πηγαίναμε στα γύρω χωριά και αλλάζαμε τα
είδη μας με τυρί, αυγά και άλλα γεωργικά προϊόντα. Χρήματα πού να βλέπαμε τότε!
Γίναμε κανονικοί γυρολόγοι με το γαϊδουράκι μας. Πότε μας έτρωγε η σκόνη κι η
ζέστη και πότε η βροχή. Μα πιο πολύ μας έτρωγε η ερημιά, να πηγαίνουμε
χιλιόμετρα από το ’να χωριό στο άλλο.
Η
παιδική εργασία δεν έπαψε να υπάρχει ούτε στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Όπως
αναφέρεται στο έργο Μελτέμια και
απανεμιές της Ν. Τζώρτζογλου ο κεντρικός ήρωας, ο Σωτήρης εργαζόταν για να
συντηρήσει την ορφανή από μητέρα οικογένειά του. Περιγράφει με μηδενική εστίαση σε τρίτο πρόσωπο αναφέροντας:
…ο Σωτήρης, ως δώδεκα χρόνων, ήταν ο μεγαλύτερος. Τ’ άλλα τρία θέλανε ντάντεμα… Παρεκτός από τ’ αδερφάκια του που τα πρόσεχε και τα περιποιότανε, βοηθούσε και στη βάρκα. Το μεροκάματο κουτσά στραβά έβγαινε. Σαν δεν είχε δουλειά, έτρεχε στου Βαγγέλη. Προκομμένος και καταφερτζής, ήταν πρώτος στο καλαφάτιασμα, πρώτος στο μπογιάντισμα, πρώτος να γυαλίζει τους μπρούντζους.
6.
Συμπεράσματα-Κριτική αποτίμηση
Καταλήγοντας, η παιδική λογοτεχνία, από
τη νεωτερικότητα μέχρι σήμερα, επιχειρεί να αναδείξει τα δικαιώματα των παιδιών
και να ευαισθητοποιήσει το αναγνωστικό της κοινό απέναντι στην καταπάτησή τους.
Κοινή συνισταμένη των έργων που μελετήθηκαν είναι η παρουσίαση του παιδιού που
υφίσταται την παραβίαση των δικαιωμάτων του, καθώς και ο αντίκτυπος τέτοιων
φαινομένων στη ψυχική και πνευματική του ανάπτυξη. Παιδιά πεινασμένα,
εξαθλιωμένα, που ενηλικιώνονται απότομα και εξωθούνται σε παράνομες πράξεις για
να επιβιώσουν, χωρίς καν να το αντιλαμβάνονται. Παιδιά που δεν έχουν άλλη
επιλογή από το να εργαστούν πιο σκληρά και από ενήλικες για να συντηρήσουν τον
εαυτό τους και τις οικογένειες τους. Αυτό είναι το παιδί της φτώχειας και της
εργασίας, το παιδί που αποτέλεσε και αποτελεί πρωταρχική έγνοια των παιδικών
λογοτεχνών.
Παρά τον κοινό αυτό προσανατολισμό των
συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας, υπάρχει ένα άλλο στοιχείο που αξίζει να
σημειώσει κάποιος που έχει εξετάσει τα παιδικά έργα από τη σκοπιά των παιδικών
δικαιωμάτων: τους παράγοντες που οδηγούν στην καταπάτηση των παιδικών
δικαιωμάτων. Τα αίτια της φτώχειας και της παιδικής εργασίας διαφοροποιούνται
ανάλογα με τις χωροχρονικές συνιστώσες και τις κοινωνικές, οικονομικές και
πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στην εκάστοτε περίπτωση. Άλλες φορές,
εξωγενείς παράγοντες, όπως ο πόλεμος και οι κακουχίες, φέρουν την ευθύνη για τα
φαινόμενα ανέχειας και παιδικής εργασίας. Άλλοτε, πάλι, ενδογενείς παράγοντες,
όπως η δεινή οικονομική κατάσταση ή η πολιτική αστάθεια σε μια χώρα, συμβάλλουν
με τον τρόπο τους στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των παιδιών.
Εξίσου διαφορετικοί είναι και οι λόγοι που
ωθούν τα παιδιά στην εργασία για τη βιοπάλη. Σε πολλές περιπτώσεις, η αδυναμία
των παιδιών να αντιδράσουν αφήνει περιθώρια στον ενήλικα να τα εκμεταλλευτεί
για οικονομικούς σκοπούς. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου οι συνθήκες ζωής
της οικογένειας αναγκάζουν τα ίδια τα παιδιά να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να
συνδράμουν στην οικονομική ενίσχυση των γονέων. Τέλος, παρουσιάζονται και
περιστάσεις που τα παιδιά προσφέρουν εθελοντική εργασία, για να ευαισθητοποιήσουν
την ευρύτερη κοινωνία για την αδιαφορία που δείχνει απέναντι στην οικονομική
δυσχέρεια.
Ωστόσο, παρά τη διαφοροποίηση αιτιών και
τρόπων εκδήλωσης, γεγονός παραμένει ότι τα παιδικά δικαιώματα εξακολουθούν να
παραβιάζονται, ανεξαρτήτως των προσπαθειών για εφαρμογή της Σύμβασης των
Δικαιωμάτων του Παιδιού. Όσο η παραβίαση εξακολουθεί να υφίσταται, τόσο πιο
έντονη θα είναι η αποτύπωση της στην παιδική λογοτεχνία, η οποία στέκεται
πάντοτε σύμμαχος στο πλευρό του παιδιού.
7. Διδακτική
πρόταση
Στόχος της διδακτικής πρότασης
είναι οι μαθητές να κατανοήσουν την αξία των παιδικών δικαιωμάτων καθώς και να
ενστερνιστούν το ρόλο της φτώχειας στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων
σήμερα. Προκρίνεται η ομαδο-συνεργατική μέθοδος διδασκαλίας για την ανάπτυξη της
συνεργασίας. Η τάξη χωρίζεται σε 4 ομάδες ίσων αριθμητικά ατόμων. Οι ομάδες
καταγράφουν στοιχεία κατά την πρώτη διδακτική ώρα και με τη βοήθεια του
εκπαιδευτικού συμπληρώνουν φύλλα εργασίας κατά τη δεύτερη διδακτική ώρα που λειτουργούν
αξιολογικά για την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας.
Διάρκεια:
2 Διδακτικές Ώρες
Πορεία
διδασκαλίας 1ης διδακτικής ώρας:
v Εισαγωγική
φάση (3 λεπτά). Ερμηνεύεται ο σκοπός του μαθήματος και η μέθοδος εργασίας.
v Φάση
επεξεργασίας-επέκτασης (32 λεπτά). Ανάγνωση των οικονομικών στοιχείων της
παρούσας έρευνας, των αποσπασμάτων των λογοτεχνικών κειμένων και προβολή του
παρακάτω βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=Stjg0-ZcNEY Η ιστορία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
v Φάση
αξιολόγησης (10 λεπτά). Αξιολόγηση των λέξεων κλειδιών και επανασυμπλήρωση.
Πορεία
διδασκαλίας 2ης διδακτικής ώρας:
v Αξιολόγηση
(45 λεπτά). Οι μαθητές καλούνται να συμπληρώσουν το φύλλο εργασίας που
αντιστοιχεί στην ομάδα τους. Η πρώτη ομάδα αναλαμβάνει την έννοια Παιδικά Δικαιώματα, η δεύτερη την έννοια
Φτώχεια, η Τρίτη τη φράση Είμαστε ίσοι, Είμαστε διαφορετικοί και η
τέταρτη τις Συνέπειες της Παιδικής
Εργασίας.
Σκοπός:
Ανάπτυξη ενσυναίσθησης, βελτίωση της κριτικής ικανότητας και της παραγωγής
λόγου, κατανόηση των παιδικών δικαιωμάτων, καλλιέργεια του σεβασμού της
ετερότητας και αναγνώριση της αξίας της ανθρώπινης ζωής.
Εμπλεκόμενα Μαθήματα: Γλώσσα & Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή
Τάξεις:
E΄ & ΣΤ΄
Υλικά:
Φύλλα Εργασίας, Υπολογιστές
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ελληνική
Γαγανάκης, Κ. (1999). Κοινωνική και οικονομική ιστορία της
Ευρώπης. Πάτρα: Ελληνικό Οικονομικό Πανεπιστήμιο.
Δελώνης,
Α. (2000). Στοιχεία Παιδικής Λογοτεχνίας.
Αθήνα: Χρήστος Ε. Δαρδανός.
Καναβάκης, Μ. (2002).
Κοινωνική παιδαγωγική. Περιεχόμενο και
ιστορική εξέλιξη. Αθήνα: Παπαζήσης.
Κανατσούλη,
Μ. (2004). Ιδεολογικές διαστάσεις της
Παιδικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιωργος Δαρδανός.
Καρπόζηλου,
Μ. (1994). Το παιδί στην χώρα των βιβλίων,
Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Κολιόπουλος, Ι.Σ.
(2000).Νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία
1789-1945: Από τη γαλλική επανάσταση μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Κρεμμύδας, Β.,
(2006).Εισαγωγή στην οικονομική ιστορία
της Ευρώπης (16ος-20ος αιώνας), (2η εκδ). Αθήνα:
Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδάνος.
Πετμεζίδου, Μ., &Παπαθεοδώρου, Χ. (2004). ΦτώχειακαιΚοινωνικόςΑποκλεισμός.Αθήνα:
Εξάντας.
Ρηγίνος, Μ. (1995).Μορφέςπαιδικήςεργασίαςστηβιομηχανίακαιτηβιοτεχνία
1870-1940.Αθήνα: ΚέντροΝεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε.
Τζώρτζογλου, Ν.
(1993).Μελτέμια και απανεμιές. Αθήνα:
Καστανιώτης.
Φασούλης Β. (2012) Τα
δικαιώματα του παιδιού: Ιστορική διάσταση και αρχές της Διεθνούς Σύμβασης για
τα Δικαιώματα του Παιδιού και η πραγματική κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα (Αδημοσίευτη
Διδακτορική Διατριβή), Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα.
Φωτιάδου-Μπαλαφούτη
Γ. (1994), Ποτέ ξανά (4η
εκδ.). Αθήνα: Καστανιώτης.
Μεταφράσεις
Ferro,M. (1999).Κοινωνίες άρρωστες από πρόοδο.Αθήνα: Νέα Σύνορα- Λιβάνη.
Giddens, A. (2001). ΟισυνέπειεςτηςΝεωτερικότητας.Αθήνα: Κριτική.
Heilbroner, R.L., &Mildberg, W., (2010). Η
γένεση της οικονομικής κοινωνίας(Γ. Χρηστίδης,
Μεταφ., Π. Τσαλίκη, Επιμ.). Αθήνα: Κριτική.
Ishay,M.P. (2008).Η ιστορία των δικαιωμάτων του ανθρώπου: Από την αρχαιότητα έως την
εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αθήνα: Σαββάλας.
Landes,S.D.(2005). Ο πλούτος και η φτώχεια των εθνών: Γιατί μερικά έθνη είναι τόσο πλούσια
και μερικά τόσο φτωχά(Α. Αλαβάνου, Μετάφ.). Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη.
Norton,
D. E. (2007). Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού: Εισαγωγή
στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα: Επίκεντρο.
Ντίκενς, Κ. (2002).Όλιβερ Τουίστ. Αθήνα: Άγκυρα.
Osterhammel, J., &Petersson, N.P. (2013). Ιστορίατηςπαγκοσμιοποίησης. Αθήνα: Αιώρα.
Σνουρ, Σ. (1997). Τα παιδιά της σκιάς.Αθήνα: Πατάκης.
Stowe, H.B. (2001). Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά. Αθήνα: Παπαδόπουλος.
Χέρτλινγκ,
Π. (1998).Φρέντσε, η μικρή βιολίστρια. Αθήνα: Καστανιώτης.
Χοσε
Μάουρο Ντε Βασκονσέλος. (1978). Όμορφη
πορτοκαλιά μου (Α. ΖέηΜετάφ.). Αθήνα: Κέδρος.
Ξένη
EstebanOrtiz-OspinaandMax Roser (2016) – ‘Child
Labor’. Published online at OurWorldInData.org. Retrieved from: https://ourworldindata.org/child-labor/[Online Resource]
Franklin, B. (1995).
The case for children’s rights: a progress report (B. Franklin Eds.) The handbook of children’s rights:
comparative policy and practice, London: Routledge.
Gordon, D., Nandy, S., Pantazis, C., Pemberton, S.,
& Peter, T. (2003). Child poverty in the developing world. Children,
Youth and Environments, 17, 44. doi:10.1016/S1471-4922(01)01963-8.
MaxRoser (2016) – ‘WorldPoverty’. PublishedonlineatOurWorldInData.org. Retrievedfrom:
https://ourworldindata.org/world-poverty/ [Online Resource]
Rahikainen, M. (2004). Centuries of Child Labour:
European Experiences from the Seventeenth to the Twentieth Century.
Hampshire, UK: Ashgate.
Singli, G. K., &Yal, S. M.
(1995). USChildhoodMortality, 1950 through 1993 : Trends and Socioeconomic
Differentials, (p 471), 505–512.
Vandenhole, W.
(2014). Child Poverty and Children’s Rights: an uneasy fit?, Michigan State
International Law Review, 22(2), 609–636.
Veermam, P. E. (1992), The Rights of the Child and the Changing Image of Childhood,
Dordrecht: Martinus Nijihoff Publishers.
Woodhead, M. (2009). Foreword.
(B. P. Smith & T. Nigel, Eds.)A Handbook of Children and Young People’s
Participation: Perspectives from Theory and Practice, London: Routledge.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου